Λογοτεχνείο, αρ. 10

Ούγκο Ρικαρέλι, Ένας άντρας που ίσως ονομαζόταν Σουλτς, εκδ. Καστανιώτη, 2000, μτφ. Μαρία – Ρόζα Τραϊκόγλου, σ. 162 (Ugo Riccarelli, Un uomo che forse si chiamava Schulz, 1998).

Εκεί μείναμε ώρες, σ’ εκείνη τη γνώριμη πλατεία που κάποτε υπήρξε για όλους μας ο καθρέφτης πάνω στον οποίο ξετυλίγαμε τις ζωές μας σε ήρεμους περιπάτους, βυθισμένοι στην ευωδιά των τοίχων που είχαν αντισταθεί σε κάθε εισβολή. Οι σκέψεις μας πλέκονταν μεταξύ τους, ζυμώνονταν και φούσκωναν από τη μαγιά της αφανέρωτης απελπισίας μας, κι υψώνονταν πάνω απ’ τα κεφάλια μας σε μια πυκνή κι ολόλευκη ομίχλη, σαν ψωμί. Βυθισμένοι σ’ αυτή τη γαλακτώδη ατμόσφαιρα, ακούσαμε σαν μέσα σε όνειρο τη βροντερή φωνή του Βίνκλερ να φτάνει από ψηλά, να κυκλώνει τα σκυμμένα κεφάλια μας και να μας δίνει εντολή ν’ αφήσουμε τα σπίτια μας και ν’ αποσυρθούμε σε μια γωνιά της πόλης.
Δεν ακούστηκαν φωνές μήτε σχόλια, κανείς μας δεν τόλμησε να διαλύσει εκείνη την υπνωτική εμφάνιση των λέξεων από το πουθενά, την ώρα που με τάξη αδειάζαμε την πλατεία, κατευθυνόμενοι προς το μέρος που μας είχαν υποδείξει. Μονάχα αυτή η ομίχλη μας συντρόφευε, μονάχα η συμπυκνωμένη μιας ζωή μας έλουζε από ψηλά με μια βροχή από μικρές, υγρές σταγόνες που έμοιαζαν με τα βουβά μας δάκρυα.

 Στον Δημήτρη Κονιδάρη

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Λογοτεχνείο, αρ. 10

Σχολιάστε