Δημήτρης Τζουμάκας – Η μαρτυρική νήσος Κύναιδος

Στο αρχιπέλαγος της παλιννόστησης

Δεν μπορεί να είμαι εγώ στις φωτογραφίες της Αρετής, έτσι, ένας υπερόπτης γκόμενος, με ανάποδα φορεμένο τζόκεϊ σαν τενίστας – ένας αφηνιασμένος, παμφάγος αγριόχοιρος που αδιαφορεί για τα σκάγια. Πού είναι οι φοβίες μου; Πού είναι η μελαγχολία μου και το λεπρωματώδες μου χαμόγελο σ’ αυτές τις φωτογραφίες; Γιατί ρουφάω την κοιλιά μου και κρύβω το τραύλισμα, τη λόρδωση και την ταφοφοβία μου;

Μπορεί ο αφηγητής να αισθάνεται ξένος στο σώμα του αλλά τελεί εν πλήρη συνειδήσει όσον αφορά τις αχανείς αποστάσεις που οφείλει να διανύσει: πρώην μετανάστης στις μητροπόλεις των αντιπόδων με παρελθόν «στα υπερ-Ωκεάνια εργοστάσια» και μνήμων μιας άλλης Ελλάδας, πλανάται και περιπλανάται στο σύγχρονο ελληνικό τοπίο, βιώνοντας με τον δικό του τρόπο την συγκυρία του 1999. Αναζητώντας την φασματική μορφή μιας γυναίκας (Κατίνα, Καλοτίνα, Kathy), της οποίας η απουσία γίνεται ασφυκτική, αλλά και κουβαλώντας μαζί του την μητρική φιγούρα σε … βρώσιμη μορφή, προσπαθεί να διασχίσει τις συμπληγάδες μιας ζοφερής επικαιρότητας (βομβαρδισμοί στην γειτονιά, σεισμοί στην ενδοχώρα) και μιας αδηφάγου μνήμης.

Το ελληνικό καλοκαίρι του δεν έχει καμιά σχέση με τα ειδύλλια του Λακαριέρ και τους ύμνους των λάτρεων του μεσογειακού φωτός, ούτε καν με τις περιπέτειες του Φέρμορ ή τις πρεσβείες του Ντάρελ. Εμφανίζεται σαν απόπειρα μνημονικής και συναισθηματικής γεωγραφίας σε 200 μέρη– ισάριθμα κείμενα. Η ιδιότυπη αυτή χαρτογράφηση έχει ως κέντρο της την Κύναιδο, νησί «που ανακαλύφθηκε πολύ πρόσφατα και εντελώς τυχαία» από τον συγγραφέα, με προφανές συμβολικό βάρος, αποτυπώνοντας κρυψώνες λαθρομεταναστών, παραλίες ρύπων, ξερονήσια αμνησίας και σπηλιές σκουπιδιών, και σχεδιάζοντας την τερατόμορφη αλλοίωση του νησιωτικού αρχιτεκτονικού περιβάλλοντος. Όταν η επαρχιακή αυτή περιδιάβαση μετατρέπεται σε αστυγραφία ενός καταθλιπτικού τοπίου, χρησιμοποιεί τα βαγόνια του ηλεκτρικού, διασχίζει τις πλατείες Δυσαρμονίες και την οδό Αθηνάς, στέκεται σε εγκαταλειμμένες μάντρες – κινηματογράφους χωρίς οθόνη, υφίσταται το ηχητικό σάουντρακ της πόλης, με τις σειρήνες του δρόμου και την ηχορύπανση των πολυμέσων.

Πρόκειται για κατά κυριολεξία μικρές φόρμες, είδος που συχνά συγχέεται και συνδέεται με το διήγημα, και που έχει ήδη καλλιεργήσει ο Τζουμάκας με τα Κάρβουνο στον κήπο και Χαρούμενο Σύδνεϋ (Παρίσι, 1969 και Καμπέρα, 1998, εκδ. Κανάκη, 1994-1995 αντίστοιχα), που μαζί με τα Βαλβίδες (ιδιωτ. έκδ., Αθήνα 1968), Η Γυναίκα με τα αγκάθια στο Λαιμό (εκδ. Άγρωστις, 1994) και Ταξική συνείδηση και εξιδανίκευση στη ζωή και στο έργο του Μελβουρνιώτη συγγραφέα Αλέκου Δούκα (Μελβούρνη 2005) συμπληρώνουν την εργογραφία του. Αυτές οι «σημειώσεις στο περιθώριο ενός καλοκαιριού» που μοιάζουν με πεζόμορφα ποιήματα περικλείουν συντομογραφημένες, διαφορετικές αναγνώσεις της ελληνικής Ιστορίας, στοχασμούς περί θεσμών, αποσπάσματα των Angela Carter και G. Ceronetti, αυτοσχέδια αποφθέγματα και αφορισμούς, λεκτικά στιγμιότυπα και μικροκείμενα σαν φωτογραφικά καρέ.

Ταξιδευτής ή επιστροφεύς, ο αφηγητής συνομιλεί με τον Κάλας, στο έργο του οποίου υποτίθεται πως διατρίβει, διαπιστώνει πως η εικόνα που είχε για τον εαυτό του δεν υπάρχει, συγκεντρώνει τις ιδιότητες των θυμάτων μιας θλιβερής επικαιρότητας (αισθανόμενος δηλητηριασμένος, άστεγος, ραδιενεργός σεισμοπαθής), σαρκάζει την έπαρση της ελληνικότητας (Δεν είναι η ράτσα μου αυτοί) και το μετα – επαναστατικό πάχος, προσπαθεί να πλεύσει εν μέσω τουριστικής πανίδας και γλωσσικής Βαβέλ και ομολογεί: Όσο πιο κοντά πλησιάζω στην πατρίδα νιώθω ξένος.

Αν το Χαρούμενο Σύδνεϋ ήταν «το παράξενο βιογραφικό ενός Έλληνα μετανάστη χωρίς νοσταλγία, κάποιου που ήρθε από το πουθενά στο πουθενά», «ένα δοκίμιο για την αμηχανία» όπως έγραφε προ δεκαπενταετίας ο Ευγένιος Αρανίτσης, εδώ πρόκειται για ημερολόγιο καταστρώματος πλεύσης στο αρχιπέλαγος του νεοελληνικού βίου, για εικονολόγιο ενός πολιτισμού που διατρέχει την αρχαιότητα ως την μεταμοντέρνα εποχή μ’ ένα ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων. Κατάγματα συνείδησης και οστεοπάθειες ένδειας, αυτές οι σκισμένες σελίδες θερινού ημερολογίου χρωματίζονται συγχρόνως από ανερυθρίαστο ερωτισμό και απόλυτη κυνικότητα, κωμικοτραγικό ρεαλισμό και σουρεαλισμό.

Μήπως τα αναφερόμενα συμπλέγματα βραχονησίδων, ταφροειδών βυθισμάτων και εκγκατακρημνίσεων δεν είναι παρά τα αλλεπάλληλα ρήγματα της ζωής του αφηγητή; Άραγε τα απολιθώματα και τα ίχνη των ηφαιστειακών εκρήξεων παρακολουθούν σαν γήινοι καθρέφτες τις εσοχές, τις χαρακιές και τα τραύματα της ανοιχτής μεταναστευτικής καμπύλης από τις μητροπόλεις των αντιπόδων στους νεοελληνικούς οικισμούς; Τελικά ο αναχωρητής που επιστρέφει είναι ο πλέον κατάλληλος να αποδώσει την καθαρότερη δυνατή εικόνα ενός τόπους; Ο συγγραφέας (Αθήνα, 1945), που έζησε στο Σίδνεϋ (1974 – 2006) και εργάστηκε μεταξύ άλλων ως εργάτης βιομηχανίας, δημοσιογράφος και καθηγητής ελληνικής λογοτεχνίας στα πανεπιστήμια Μακουόρι και Νέας Νότιας Ουαλίας, είναι μόνο για τούτο σίγουρος: Η γραφή, και η πιο προσωπική απευθύνεται σε όλους. Κατευθύνεται σε μια χοάνη σ’ ένα ολικό κενό. Γράφουμε σε εικονικά πλέον συστήματα, στο κενό για το κενό, για να λάβει σχήμα η επιθυμία, σε μια νήσο φανταστική.

Εκδ. Κοινωνία των (δε)κάτων, σελ. 69.

Πρώτη δημοσίευση: Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, τ. 589, 12.2.2010 (και εδώ)

Σχολιάστε