Ράσελ Μπανκς – American Darling

Στην καρδιά του (σύγχρονου αφρικανικού) σκότους

O τρόπος ταξινόμησης των συμμαχιών μας, που από πολύ νωρίς συγκρούονται μεταξύ τους, ο τρόπος που ξεδιαλύνουμε και αξιολογούμε την αφοσίωσή μας σε αυτές σύμφωνα με την προτεραιότητά τους μέσα μας, έχει σχέση με τη δόμηση του ίδιου μας του εαυτού… Ποιους και τι θα υπερασπιστούμε και στο όνομα ποιών συμφερόντων είμαστε πρόθυμοι να θυσιαστούμε αποκαλύπτοντας την πραγματική φύση του εαυτού μας αλλά και ολόκληρου του κόσμου. Οι φράσεις του Μπανκς από την Περιοδική έκδοση του Διεθνούς Κοινοβουλίου των Συγγραφέων (Αουτονταφέ, 3/4 (2004), εκδ. Άγρα, μτφ. Έφης Φρυδά), αντανακλούν επακριβώς την δίνη των κρίσιμων διλημμάτων στην οποία βρίσκεται συνεχώς η ηρωίδα του.

Η 59χρονη Χάνα Μάσγκρεϊβ, κλείνοντας δεκαετία σε μια βιολογική φάρμα μαζί με μια ομάδα γυναικών αφηγείται στον αναγνώστη μια ζωή όπου πράγματι βρέθηκε πολύ συχνά μπροστά ενώπιον καθοριστικών έως δραματικών επιλογών. Ο ταραχώδης βίος της εκκινεί από την εμπλοκή της σε βομβιστικές επιθέσεις ενός πυρήνα της Weather Underground. Ζώντας έτσι ώστε μέσα σε τριάντα δευτερόλεπτα οποιαδήποτε μαρτυρία για την παροντική της ζωή να μπορεί να σβηστεί, η φυγόδικη Χάνα δεν δυσκολεύεται να εγκαταλείψει την ερωμένη της και να βρεθεί στην Λιβερία, στα μέσα της δεκαετίας του ’70.

Ως Ντόον Κάρινγκτον πλέον, καλείται να απασχοληθεί σε ένα εργαστήριο πλάσματος, όπου χιμπαντζήδες – πειραματόζωα μολύνονται με ασθένειες που στέλνονται από το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Πρόκειται για τυπική συμπαιγνία μιας πολυεθνικής φαρμακευτικής εταιρείας που συλλέγει δεδομένα για υποστήριξη προϊόντων, ενός ιδρύματος που εξασφαλίζει κονδύλια και μιας χώρας που ανταλλάσσει την πρόσβαση στην πανίδα της με αποστολή ιατρικού προσωπικού, εξοπλισμού και προμηθειών. Η ανθηρή βιομηχανία των χιμπαντζήδων με την αιχμαλωσία των μωρών (συνεπώς θανάτωση της μητέρας και της ομάδας ενηλίκων που το προστάτευε), την παράνομη πώληση στις αγορές της δυτικής Αφρικής και την λαθραία αποστολή σε εργαστήρια της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής αποτελεί μια μόνο ενδεικτική μορφή της απομύζησης του εγχώριου πλούτου από την Δύση.

Η θητεία της σε αυτό το λαμαρινένιο παράπηγμα – ψυχιατρείο ετοιμοθάνατων ζώων «που απέπνεαν λύπη με κάθε τους ανάσα» της δίνει ένα νέο προσανατολισμό ζωής. Το εργαστήριο έχει χρεωθεί στον Γούντροου Σουντιάτα, υφυπουργό Δημόσιας Υγείας και μελλοντικό σύζυγο και πατέρα των παιδιών της, ο οποίος διατηρεί την τριπλή ιδιότητα του απόγονου μιας Λιβεριανής φυλής, του διακόνου μιας Χριστιανικής Εκκλησίας και του μέλους της κυβερνητικής ελίτ, ενσαρκώνοντας τις αντιφατικές πολιτισμικές ταυτότητες με τις οποίες καλείται να εναρμονιστεί ο σύγχρονος Αφρικανός. Το ίδιο μετέωρη ανάμεσα σε διαφορετικές, μη αλληλένδετες ταυτότητες – Χάνα, Ντόον, πρώην πολιτική ακτιβίστρια, σύζυγος κυβερνητικού αξιωματούχου, μητέρα, λευκή «κυρά» – είναι και εκείνη (έχοντας δυο ονόματα ένοιωθα ανώνυμη, έχοντας πάνω από ένα παρελθόν ένοιωθα πως δεν είχα παρελθόν), βιώνοντας επιπρόσθετα την αντιστροφή της φυλετικής μυθολογίας, όπου ό,τι ήταν μειονότητα στην πατρίδα της εδώ αποτελούσε πλειονότητα που την καταχώριζε ως λευκή Αμερικανίδα: «το λευκό δέρμα ηχεί σαν κρότος, ηχηρό και πρόδηλο». Η διχασμένη της ύπαρξη χαρακτηρίζεται από βαθιά σύγχυση αναγκών και επιθυμιών, πολύ περισσότερο καθώς βρίσκεται στην ευνοημένη πλευρά της κοινωνικής ανισότητας.

Η Λιβερία υπήρξε το πρώτο ανεξάρτητο κράτος της Αφρικής, με θεσμούς που ακολουθούσαν το πρότυπο των ΗΠΑ, με τις οποίες συνδεόταν με βαθιές σχέσεις, έχοντας αποτελέσει τον ιδανικό εκπρόσωπο των θρησκευτικών, οικονομικών και φυλετικών τους συμφερόντων. Η αποστολή απελεύθερων σκλάβων στην δυτική Αφρική, «στην γη των προγόνων τους» και η εφαρμογή του συστήματος επιτήρησης των φυτειών του Νότου και της Καραϊβικής είχε δημιουργήσει μια ενδιάμεση αστική τάξη, δημιουργώντας πρόσθετο ρήγμα στην κοινωνική συνοχή των γηγενών. Η Ντόον βρίσκεται εκ των πραγμάτων μέσα στον κυκλώνα οριακών πολιτικών καταστάσεων. Ολόκληρη η χώρα αποτελεί κέντρο συναλλαγής, όπου το ξεπούλημα πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας σε ξένες εταιρείες, η παραχώρηση πελώριων δασών και η κλοπή δωρεών, εμβασμάτων και κονδυλίων από τα Ηνωμένα Έθνη, την Παγκόσμια Τράπεζα και ανθρωπιστικούς οργανισμούς έχουν υποχρεώσει τις φυλετικές ομάδες σε εγκατάλειψη του πολιτισμού τους και εγκατάσταση κοντά στις επιχειρήσεις. Γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της αλυσίδας του «αφρικανικού συνδρόμου»: η μεταμόρφωση του προέδρου – ανδρείκελου σε τύραννο με ψευδαισθήσεις μεγαλείου, που έχει ξεχάσει ποιος είναι το πραγματικό αφεντικό στη χώρα, οδηγεί στην πείνα και την εξαθλίωση των πολιτών, την πτώση του ηθικού του στρατού, την απροθυμία και αναξιοπιστία του μέχρι την συνομωσία για την ανατροπή του.

Η Ντόον νοιώθει εγκλωβισμένη σε μια δραματική πολιτική συγκυρία που μοιάζει απελπιστικά ανεπανόρθωτη, «μόνιμη και αδιασάλευτη σαν γενετικός κώδικας». Ανήμπορη να προσφέρει οποιαδήποτε ουσιαστική βοήθεια, αποστρέφει το βλέμμα της απ’ ότι δεν μπορεί ούτε στο ελάχιστο να αλλάξει. Αναγνωρίζει τον εαυτό της μόνο όταν βρίσκεται με τους δια βίου έγκλειστους χιμπαντζήδες, με τους οποίους δημιουργεί μια μοναδική σχέση εμπιστοσύνης, ονομάζοντάς τους «ονειρευτές» από τον επιστημονικά διαπιστωμένο «ονειρικό χρόνο» της ζωής τους, όπου το καθετί αντιμετωπίζεται σαν να βλέπεται για πρώτη φορά, χωρίς συνείδηση παρελθόντος ή μέλλοντος. Η επιθυμία για παρόμοια εκ μέρους της συνειδησιακή λειτουργία είναι προφανής.

Ο «αφρικανικός τρόπος στρατηγικής επιβίωσης» υποχρεώνει τον σύζυγό της να υποταχθεί στον νέο ηγέτη Σάμουελ Ντόου (που εκτέλεσε τον προηγούμενο πρόεδρο Γουίλιαμ Τόλμπερτ και τους υπουργούς του), προτρέποντας τη σύζυγό του να εγκαταλείψει τη χώρα και την οικογένειά της. Η επιστροφή στην Αμερική σε μια ακόμα νέα ζωή φαντάζει ως το πραγματικό Αμερικανικό Όνειρο: να αλλάζεις σχήμα, να εξαφανίζεσαι και να επανεμφανίζεσαι ως κάποιος άλλος, να μπορείς να επιζήσεις από τον ηθελημένο φόνο του προσωπικού σου παρελθόντος. Η καταφυγή στον πατρικό «ξενώνα» ή στην πρώην σύντροφό της δεν προσφέρουν τη γαλήνη που συνεπάγεται μια οριστική επιλογή. Η επιστροφή στην πολιτική δράση είναι μονόδρομος: η συμμετοχή στην απόδραση του φυλακισμένου Τσαρλς Τέιλορ (μετέπειτα προέδρου της Λιβερίας), που υπόσχεται να ανατρέψει τον Ντόου και να εγκαθιδρύσει μια σοσιαλιστική δημοκρατία «τρίτου δρόμου» βασισμένη στην φυλετική οργάνωση, μοιάζει με εξιλέωση από τα χρόνια πολιτικής παθητικότητας και επάνοδο στις συγκινήσεις και την δράση. Ή πιθανώς ο μόνος τρόπος να μην κατρακυλήσει στον κυνισμό και την απόγνωση; Το ξέσπασμα ενός άγριου εμφύλιου φυλετικού πολέμου με τρεις αντιμαχόμενες δυνάμεις, τo τραγικό τέλους του Γούντροου, η εξαφάνιση των γιών της, η βίαιη εκτέλεση του Ντόου και οι οριακές συνθήκες άλογης καταστροφής και αγριοτήτων χωρίς καμία πολιτική σκοπιμότητα καθιστούν την δεύτερη βεβιασμένη φυγή της αναπόφευκτη. Η κυκλικότητα του μύθου ολοκληρώνεται με μια τελευταία επιστροφή «δέκα χρόνια και μια ζωή αργότερα», ένα παραισθητικό ταξίδι ενοχής, μια επίσκεψη στον τόπο του εγκλήματος, ένα κάλεσμα από τους χιμπαντζήδες και όχι από τη μνήμη του συζύγου, ούτε από τους γιους της, η ανάγκη να δεχτεί την αυστηρή, τελική τους ετυμηγορία και να απαντήσει σε βασανιστικά ερωτήματα και κυρίως αν η φυγή από την αγριότητα και την τρέλα του πολέμου δεν κάλυπτε παρά μια ακόμα απόδραση.

Ο Μπανκς εντάσσει σε μια συναρπαστική αφηγηματική ρυθμική την εναλλαγή παροντικού και παρελθοντικού μυθοπλαστικού χρόνου, την ενσωμάτωση στοιχείων όπως τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα ή το προσωπικό οικογενειακό παρελθόν, αλλά και πρόσθετες, έκκεντρες του μύθου, συναρπαστικές σελίδες για τα γηρατειά, τα κίνητρα του ακτιβισμού, τον αφρικανικό πολιτισμό. Η εξομολογητική διάθεση της ηρωίδας συχνά διοχετεύεται σε μια υποθετική ή πραγματική επιστολογραφία, ενώ πολλές σκηνές είναι ιδιαίτερα υποβλητικές, όπως εκείνες στο εργαστήριο – ερειπιώνα νεκρών ζώων (που θυμίζουν αντίστοιχες του Τζόναθαν Κόου στο Τι ωραίο πλιάτσικο!).

Ο συγγραφέας με πειστικότατο τρόπο δημιουργεί μια ηρωίδα που σταδιακά βουλιάζει στην παθητικότητα, αδυνατεί να ταξινομηθεί ως σύζυγος και μητέρα και δεν διστάζει να εγκαταλείπει την ζωή της για χάρη μιας άλλης. Ανεξάρτητα από το αν η αφοσίωση σε αφηρημένες έννοιες όπως η δικαιοσύνη και η ισότητα είχαν ως τίμημα την ψυχρότητα και την απόσταση από αυτούς που την αγαπούσαν ή αν η προδοσία και η λιποταξία όντως αποτελούν το βασικό μοτίβο της ζωής της, οι σχέσεις της πάντα χαρακτηρίζονται από «μια διάζευξη, μια πανίσχυρη, κρυφή σύγκρουση» που μεταφράζεται ως ικανότητα φυγής με αξιοσημείωτη ευκολία. Καθώς η Χάνα – Ντόον διαρκώς φαντασιώνεται εναλλακτικές ζωές ή αισθάνεται πως εκτελεί έναν ρόλο σε θεατρικά έργα επινόησης άλλων, η επίγνωση του τέλους της προσωπικής της ιστορίας μοιάζει με μια μαύρη σκιά που ξεθωριάζει προτού γίνει λευκή (Η ζωή μου έχει γίνει μια σειρά από ατέρμονες στιγμές. Δεν έχει πλέον πλοκή). Τα δύο άκρα του οράματός της δεν ευοδώνονται ποτέ: δεν κατορθώνει να αλλάξει ούτε μια φράση στην ιστορία της Λιβερίας ή του εαυτού της.

Εκδόσεις Πόλις, 2008, σελ. 577, μτφ.: Τάκης Κιρκής (Russell Banks, The Darling, 2004)

Πρώτη δημοσίευση: Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, τ. 595, 19.3.2010 (και εδώ).  Oι δυο φωτογραφίες, από Λιβερία.

2 σκέψεις σχετικά με το “Ράσελ Μπανκς – American Darling

  1. Παράθεμα: Πανδοχείο

Σχολιάστε