Μίχαελ Κλέεμπεργκ – Ο Κομμουνιστής της Μονμάρτρης και άλλες ιστορίες

… είχα την θολή ελπίδα ότι βρήκα αυτό το κάτι που θα μπορούσα μετά να το διηγηθώ, αυτό που θα έκανε περιττό το υπόλοιπο ταξίδι αναζήτησης. (σ. 171)

Φάκελος φιλοξενούμενου: Στουτγάρδη, 1959. Μετακομιζόμενος Ρώμης, Βερολίνου, Αμστερνταμ, σπουδαγμένος πολιτικών επιστημών, δεκαετής διαφημιστής στο Παρίσι, βραβευθείς με το Anna Seghers (αν σημαίνει κάτι αυτό), σήμερα ζει στο Βερολίνο γράφοντας και μεταφράζοντας (μεταξύ άλλων Proust, Huysmans και Dos Passos). Από τα γραπτά του ιδιαίτερη αίσθηση έχουν προκαλέσει τα Der saubere Tod/The clean death, 1987 (για το περιβάλλον των Βερολινέζικων καταλήψεων της δεκαετίας του ’80) και Das Tier, das weint/The animal that weeps 2004 (για τέσσερις συγκλονιστικές βδομάδες στην Βηρυτό, παρέα με τον συγγραφέα Abbas Beydoun). Αυτή τη στιγμή θεωρείται εκλεκτός εκπρόσωπος μιας σύγχρονης γερμανικής λογοτεχνίας.

Παλμογραφήματα σύχρονων «Ευρωπαίων»: Οι 15 ιστορίες του Κλέεμπεργκ χαρακτηρίζονται από εκπληκτική ποικιλία χαρακτήρων και καταστάσεων. Η πένα του κρύβει ένα λεπτεπίλεπτο λεπίδι ειρωνείας, για να ροκανίζει το σχοινί όπου ισορροπούν τα πιο λεπτά πολιτικά και προσωπικά ζητήματα, χωρίς να το αφήσει ποτέ να κοπεί. Όταν ανασύρει προσωπικά δράματα σε καθημερινές ή και αστείες στιγμές, (όπως π.χ. στο «Αδελφούλη μου, αδελφή μου» όπου στην ίδια ιστορία χωράνε η θέματα όπως η βοήθεια προς τους μετανάστες, η ευθανασία, η ομοφυλοφιλία και η μελανή ιστορία με τις πόρνες των ναζί) το κάνει με απαλά αγγίγματα – κοψίματα, χωρίς το διήγημα να βαραίνει στο παραμικρό, αλλά αντίθετα, να αναπνέει με ζωντανούς διαλόγους, χιούμορ και προσεκτικά κυμαινόμενες συναισθηματικές εντάσεις.

Σε κομμάτια – κομψοτεχνήματα ζωγραφίζει το πώς η αυθυποβολή αλλάζει (προς το απείρως θετικότερο!) την φοβισμένη ζωή ενός αγοραφοβικού νυχτοφύλακα ταχυδρομείου («Οι δυο ζωές του Ντομινίκ Ντ.»), πώς μια γυναίκα ερωτοτροπεί συγχρόνως και εμπράκτως με τρεις άντρες («Έξι μέρες με την Τίινα»), πώς αλληλοσπαράζεται το λογοτεχνικό σινάφι, με συνέδρια που λειτουργούν ως βαλβίδες εκτόνωσης καταπιεσμένων συναισθημάτων («Λογοτεχνία»). Πόσο έξω μπορούμε να πέφτουμε όταν αποφαινόμαστε αμετάκλητα για κάποιον χωρίς να ξέρουμε την ιστορία του («Ο πατέρας της Λιζ»), πώς βλέπει ένα μικρό παιδί τον επερχόμενο θάνατο ενός συγγενή («Η κουζίνα»). Και αν αναρωτιέστε τι απέγιναν οι ταλαντούχοι τζαζ μουσικοί της Ανατολικής Γερμανίας, ψάξτε στα θλιμμένα μάτια των ασφαλιστών της Ενοποιημένης ή διαβάστε το «Birth of the cool», τιτλοφορούμενο από τον κορυφαίο δίσκο του Miles Davis.

Η συλλογή κλείνει με το απόλυτο, «ψυχρό» κομμάτι για το σήμερα. «Ο ψηφιακός τυχοδιώκτης» μας θυμίζει πως, τώρα που οτιδήποτε μας αρέσει είναι γνωστό στους πάντες, μπορούμε να μετατραπούμε σε πανεύκολους στόχους της ευτυχίας που οι ίδιοι σκιτσάραμε ή σε ανάλογες περσόνες για το αδηφάγο «κοινό». Αρκεί να ενορχηστρωθούν κατάλληλα οι κάτωθι όργανα: target group, sponsoring, talk shows, tabloid, lifestyle magazines, escape values, opinion leaders, political correctness, decision makers, identity creation, merchandising, κοινωφελείς οργανισμοί, αναγνωρισιμότητα, καταναλωτής.

Θέλγητρα: Όμως σε 57 σελίδες στο μέσο του βιβλίου χτυπάει η αληθινή καρδιά της συλλογής, σε δύο διηγήματα, από τα συναρπαστικότερα των τελευταίων χρόνων. Στο «Wasserette» ο νεαρός αφηγητής πηγαίνει καλεσμένος ενός φίλου του στο Άμστερνταμ, για να ανακαλύψει πως εκείνος έχει ήδη φύγει, με την ευχή για ό,τι καλύτερο! Ξεκινώντας από την απόλυτη άρνηση για την καταθλιπτική πόλη με τα μισοσκότεινα καφέ, πιάνει δουλειά σε ένα 24ωρο πλυντήριο ρούχων, το Wasserette, με μόνη παρέα το υπόκωφο μονότονο μουγκρητό των πλυντηρίων όλη τη νύχτα, την αιώνια μυρωδιά καθαριότητας, τις κοπέλες που περιμένουν χωρίς να σηκώσουν τα μάτια απ’ τα βιβλία τους, κι έναν ευπρεπή κύριο που πάει εκεί για να μη νοιώθει μόνος. Υπάρχει φως μέσα σε μια τέτοια ζωή ή αυτό είναι μόνο η φωτεινή πορτοκαλί επιγραφή του μαγαζιού και τα ομόχρωμα πλυντήρια;

Το «Κεμπάμπ Παντού» είναι η επιτομή της υπερμοντέρνας ερωτικής ιστορίας: όταν δύο άνθρωποι γνωρίζονται και γίνονται αμέσως ζευγάρι, μόνο για να χαθούν ξανά μετά από λίγο. Και πάλι ο ανθρωποφοβισμένος ήρωας, οχυρωμένος πίσω απ’ το βιβλίο του γνωρίζει μιαν άλλη οχυρωμένη πίσω απ’ το βιβλίο της, μέχρι την αναπάντεχη στιγμή που εκείνη προτείνει να τον φιλοξενήσει. Η ιστορία τους από την αρχική υπερίσχυση της καχυποψίας (Γιατί εμένα; Γιατί τόσο γρήγορα; Έτσι κάνεις πάντα; Ποια είσαι τέλος πάντων; ) μέχρι το προδιαγεγραμμένο της τέλος μετατρέπεται σε ύμνο της στιγμής και του παρόντος (αυτό που ξέχασε το ροκ εντ ρολ, αλλά ευτυχώς θυμούνται μερικές πένες). Οι τρεις μέρες μας δεν υπήρξαν ούτε θα υπάρξουν. Υπάρχουν. Ο χρόνος κυλάει, όμως όποτε θέλουμε θα μπορούμε να τις αγγίζουμε, θα είναι εκεί.

Αποσπάσματα: Δεν μπορώ να το εξηγήσω, ξέρω μόνο πως ό,τι και να απογίναμε, αυτή η κρύα πόλη ήταν για λίγο πατρίδα μας. Ξέρω μόνο πως ακόμα κι αν κλάψαμε σαν τα σκυλιά απ’ τη μοναξιά, ακόμα κι αν αφήναμε τις μέρες και τις νύχτες να περνούν από πάνω μας, μες στο ποτό και τη φούντα, τίποτα δεν πήγε χαμένο, τίποτα δε μπορούσε να πάει χαμένο. … Να τα ρουφήξεις όλα σαν να πεθαίνεις απ’ τη δίψα, το σημαντικό είναι ότι τίποτα δεν πρέπει να πάει χαμένο, όλα αυτά υπήρξαν για μία μόνο φορά. Μπιλ, υπήρξες μια φορά μόνο, λέω στον περιστρεφόμενο κάδο μέσα στον παράδεισο της πορτοκαλί φορμάικας στην Wasserette, όπως κι εγώ, …και όποιος άλλος, κι όποιον τύχει να συναντήσω θα τον κοιτάξω με σεβασμό και θα τον αγγίξω, γι’ αυτό, Μπιλ, άκουσέ με, μην αυτοκτονήσεις, σε περίπτωση που κάποτε το είχες σκεφτεί στα σοβαρά, θυμήσου ότι ζούσαμε, στα πλυντήρια της Wasserette, κάπου στο Πέιπ στο Άμστερνταμ, στην πόλη με το κεφάλι του Ιανού για σύμβολο…σ’ αυτόν τον καταληψία σκύλο, ήμασταν όλοι ψύλλοι του. (σ. 161-162)

Η λογοτεχνία, το γράψιμο, δεν τον βοηθούσε καθόλου. Η απελπισία δεν μαλάκωνε ούτε δικαιολογούνταν όταν την κατέγραφε, δεν είχε εξάλλου καμία όρεξη να το κάνει. Έλειπαν οι λέξεις, έλειπαν οι σκέψεις και τα συναισθήματα. Κάθε προσπάθεια να φτιάξει μια ιστορία απ’ την κατάστασή του, κάθε λέξη με την οποία προσπαθούσε να δαμάσει μέσα στη δομή ενός κειμένου τον πόνο αποδεικνυόταν κούφια, εντελώς ανίκανη να πιάσει έστω και κάτι απ’ την πραγματικότητα, να της αντισταθεί με κάποιον τρόπο. Τίποτα γραπτό δεν άντεχε μπροστά στο κενό, μπροστά στα γεγονότα. Η λογοτεχνία αποτύγχανε επονείδιστα μπροστά στο άφατο, το πραγματικό. Στον πόνο, στην θλίψη, έμαθε, οι άνθρωποι σιωπούν, όπως τα ζώα, τα λόγια είναι για το πριν και το μετά. (σ. 258 – 259)

Συντεταγμένες: Michael Kleeberg, Der Kommunist der Monmartre, 1997. Στα ελληνικά: Εκδόσεις Άγρα, 2005, μετάφραση: Ιωάννα Μεϊντάνη (εκτός από το ομώνυμο διήγημα: Βάνα Χατζάκη), σελ. 320.

Πρώτη δημοσίευση: εδώ.

5 σκέψεις σχετικά με το “Μίχαελ Κλέεμπεργκ – Ο Κομμουνιστής της Μονμάρτρης και άλλες ιστορίες

  1. Με τέτοια ανάρτηση πώς γίνεται να μην πάρω το βιβλίο ! Η αλήθεια πάντως είναι ότι είμαι λάτρης της γερμανικής λογοτεχνίας κι έτσι κι αλλιώς θα το έπαιρνα …

  2. Αγαπητέ Ναυτίλε, κάποτε θα χαρώ να συζητήσουμε για τις διακριτικές αρετές της νεότερης γερμανικής λογοτεχνίας. Βέβαια τα διηγήματα του Κλέεμπεργκ έχουν ποιοτικές διακυμάνσεις, όπως άλλωστε οι περισσότερες συλλογές διηγημάτων, αλλά αξίζουν την ανάγνωση, ιδίως τα αναφερθέντα. Αντίστοιχη αναλογία εξαιρετικών διηγημάτων θυμάμαι και στην συλλογή του Μάξιμ Μπίλερ [Maxim Biller] – Γη των πατέρων και των προδοτών, εκδ. Πόλις, 2001 – εξαιρετικός «πολιτογραφημένος» της γερμανικής λογοτεχνίας.

  3. Καταπληκτική παρουσίαση.
    Συνήθως προτιμώ την ελληνική λογοτεχνία, καθώς εμπιστεύομαι ελάχιστα τις μεταφράσεις, εδώ όμως θα κάνω στάση σίγουρα! :-)
    Μαγικό!

  4. Σας ευχαριστώ Theorema. Με την ευκαιρία, το όνομά σας, είτε ως Παζολίνεια οπτική, είτε ως κατά Άλι Σμιθ γραφή, αντιπροσωπεύει μια από τις οριακές και πλήρεις αρχετυπικές ερωτικές ιστορίες…Αλλά νομίζω το γνωρίζετε ήδη.

Σχολιάστε