Μια πόλη στη λογοτεχνία. Θεσσαλονίκη. Επιλογή κειμένων: Σάκης Σερέφας.

Ήδη από τον πρόλογο ο παιγνιωδέστερος των συγγραφέων μας Σερ Κυρ Σάκης Σερέφας είναι πανέτοιμος να ξεγυμνώσει την λογοτεχνημένη Θεσσαλονίκη: κάθε εργοτάξιο λεξιχρησίας, κειμενική γειτονιά και μικροπολιτεία τεχνημένων λόγων θα μας φανερωθεί εδώ, σε μια πλήρη κάτοψη της αλεξίλεξης πόλης.

Η σύναξη είναι πλήρης! Εδώ τα γεννήματά της, ο Τάσος Χατζητάτσης με τους ατέλειωτους Εσπερινούς του, ο Ανέστης Ευαγγέλου με τις περιπλανήσεις του, ο Αλμπέρτος Ναρ με τις μνήμες του, ο Δημήτρης Μίγγας με τα ενύπνιά του, ο Δημήτρης Δημητριάδης με τις φλογώσεις του, ο Γιώργος Δέλιος με τις μονολογίες του, η Σοφία Νικολαΐδου με τις ανεξάντλητες μικροϊστορίες της. Εδώ και η χορεία των ποιητών της πόλης – Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Μανόλης Αναγνωστάκης, Κλείτος Κύρου, Ζωή Καρέλλη, Αλέξης Τραϊανός και Γ.Θ. Βαφόπουλος που την αποτύπωσε οριστικά ως Πολιτεία βυθισμένη στη νύχτα./Κοιμητήρι μ’ επάλληλους/πολυώροφους τάφους νεκρών,/που ροχαλίζουν. Παράμερα αλλά όχι απόμερα και άλλοι ξεχασμένοι πλην εκλεκτότατοι λογοτέχνες όπως ο Νίκος Α. Κοκάντζης και ο … μακεδονομάχος Γεώργιος Μόδης, και ακόμα βορειότεροι αλλά άλυτα αιχμαλωτισμένοι της, όπως ο Τηλέμαχος Αλαβέρας, ο Αλέξανδρος Ίσαρης και ο Γιώργος Χειμωνάς που εδώ έψαχνε να εντοπίσει εαυτό και Πεισίστρατο, ο Τριαντάφυλλος Πίττας ή ο Γιώργος Καφταντζής.

Διαβάζω κι εκείνους που κάποτε γνώρισα ως ταπεινός τερματοφύλακας της μπάρας του Ερωδού της Διαγωνίου, περάσματος γραφέων και λογογραφέων, τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη με τα συνεργεία του, τον Γιώργο Κάτο με τα νεκροταφεία του, τον Σάκη Παπαδημητρίου με τις ηχογραφήσεις του, τον Μάριο Μαρίνο Χαραλάμπους με τα οράματά του, τον Σταύρο Ζαφειρίου και τον Ηλία Κουτσούκο που θέλω να πιστεύω πως στον πάγκο μου εμπνεύστηκαν μερικές λέξεις τους (για τον «Αλκοολικό Χριστουγεννιάτικο Πεζοναύτη» του τελευταίου θα έβαζα και στοίχημα). Κι ένα τραπέζι πάντα για τον Κώστα Λαχά μ’ εκείνο το εκπληκτικό κείμενο για μια λέξη που έπεσε ανέλπιστα στο δρόμο, Κασσάνδρου και Πολιορκητού γωνία, αναστατώνοντας μια ολόκληρη περιοχή.

Κι έχω γίνει ήδη φίλος με πολλούς ήρωες που ξαναπερνούν από εδώ, τον Διαβασημέρη του Πάνου Θεοδωρίδη (από το αλησμόνητο «Τι Εφύλαγεν Αυτός ο Χαμαιδράκων;», από το οποίο αδυνατώ να επιλέξω ένα μόνο κείμενο), με τον Υψόφοβο και Υψιπετή του Δημήτρη Καλοκύρη και τον ερωτοχτυπημένο μ’ ένα απειρόκαλλο πλάσμα μια μέρα όπου όλα έμοιαζαν μ’ εκδρομή μέσα στην πόλη (Σάκης Σερέφας, Τελικά μπούτι ήταν). Στο πορνειακότατο Βαρδάρι ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης βλέπει πως «τα βαμμένα και βωμόλοχα γραΐδια, φάτσες παράξενες δεν έμοιαζαν καθόλου με τα ινδάλματα της οθόνης» και ο Έντμουντ Κίλι έφτασε στο τέρμα της αθωότητάς του αλλά ο Θωμάς Κοροβίνης αναγνωρίζει όλες τις μυρωδιές των αλλοτινών λαδάδικων και του παλιού σταθμού γιατί μ’ αυτούς χνωτίζονταν οι χαρακτήρες του.

Κείμενα από τις εκδόσεις της Διαγωνίου, του Εντευκτηρίου, της Εγνατίας, της Νέας Πορείας και του Παρατηρητή, του Τριλόφου, οι λεωφορειακές διαδρομές της Ζυράννας Ζατέλη από τον Σοχό «που θύμιζαν χορόδραμα και στροφοδίνη», οι βαλκανικές μυθιστορίες της Έλενας Χουζούρη, τα κοσμοπολίτικα διηγήματα του καταξεχασμένου Άγγελου Δόξα και σύγχρονων εντόπιων όπως η Στέλλα Βογιατζόγλου κι ο Γιώργος Αδαμίδης, άλλοι που έζησαν και δημιούργησαν εδώ (Κάρολος Τσίζεκ, Μανόλης Ξεξάκης), αλλόπολοι όπως ο Γ. Θέμελης, ο Μάρκος Μέσκου κι ο Μίμης Σουλιώτης, αλλόγλωσσοι ποιητές που έγραψαν για την Θεσσαλονίκη (ανθολογημένοι ήδη σε άλλη Σερέφεια έκδοση), και σπουδαίοι συγγραφείς: Μισέλ Μπυτόρ, Αλμπέρτο Σαβίνιο, Πίτερ Μπύξελ και κάποιος Μπόρχες.

Από άλλους ξεχασμένους δρόμους πέρασε ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, εδώ ο Γ. Κιτσόπουλος συνεξέδωσε τον Κοχλία, στις ξενοδοχειακές ταράτσες του Καραγάτση ακούγονταν slow-fox και Stormy Weather, τις Νέες Φυλακές Κασσάνδρου μνημείωσε ο Τάσος Δαρβέρης. Δεν λείπει φυσικά η χορεία των αγιασμένων της: ο Πατέρας της Μητέρας Πόλης κυρ Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο αειδιάβαστος Γιώργος Ιωάννου, ο αλησμόνητος Τόλης Καζαντζής….

Ίσως πάλι, όπως γράφει η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Πάει, τελείωσε, η πόλη αυτή είναι αποφασισμένη να μην ξεφωνίσει ποτέ την κατάντια της. Μια πόλη ξεφωνημένη που φόρεσε ράσα για να το κρύψει μορφάζει αηδιαστικά σ’ όλη τη γκάμα της μιμητικής, υποκρίνεται όσα δεν είναι, ενώ όσα είναι, έχοντάς τα από καιρό θάψει στα θεμέλια των σπιτιών της, βγάζουν ένα τρομακτικό θόρυβο, σα να ’ναι μιλούνια οι ποντικοί που αλωνίζουν το υπέδαφος. Κανείς δεν τους βλέπει, κανείς δεν τους ακούει, αν δεν το θελήσει, κι όμως αυτά τα ποντίκια είναι ο κύριος λόγος της αγωνίας της. Κι ας κάνει πως τραγουδά, κι ας καμώνονται πως την τραγουδούν (…). Μια πόλη χωρίς υποσυνείδητο, χωρίς εφιάλτες και όνειρα, στερημένη τη δυνατότητά της να ερωτευτεί το μέλλον (γιατί τι άλλο μπορεί να ερωτευτεί μια πόλη;) λουφάζει, μετατρέποντας το μικρό σε μεγάλο και το αντίστροφο.

Εκδ. Μεταίχμιο, 2002, 2η εμπλουτ. έκδ. 2006, 471 σελ., φωτ. Άρις Γεωργίου, Καμίλο Νόλλας.

Πρώτη δημοσίευση σε συντομότερη μορφή: εδώ.

Σχολιάστε