Αμελί Νοτόμπ – Φόβος και τρόμος

Η ομορφιά σου δεν θα σου αποφέρει τίποτε άλλο από τον τρόμο πως θα την χάσεις. (σ. 81)

H Αμελί Νοτόμπ (Κόμπε Ιαπωνίας, 1967, από Βέλγους γονείς) έχει χαρακτηριστεί ως «βιολογικό ρολόι» της λογοτεχνίας: γράφει ανελλιπώς από το 1992 και κάθε φθινόπωρο ένα μυθιστόρημα. Στιγματισμένη ως το αστραφτερό ταλέντο της γαλλόφωνης λογοτεχνίας, συχνά με εκκεντρικές ή προκλητικές εμφανίσεις, θαρρείς πως αντί για μολύβι έχει μια τεράστια γλώσσα, που την βγάζει στους πάντες και τα πάντα. Όλα τα μικρής σχετικά έκτασης μυθιστορήματά της μοσχοπωλούνται, ως δείγματα μιας λογοτεχνίας που εκ πρώτης όψεως μοιάζει ιδιαίτερα εύληπτη, αλλά διατηρεί φοβερά ρεύματα στο υπέδαφός της. Ξεκινάς με το χαμόγελο και στο τέλος σ’ έχει πιάσει στομαχόπονος. Αγγίζει θέματα που άλλοι φοβούνται ακόμα και να πλησιάσουν μήπως και τσουρουφλιστούν και βάζει τους χαρακτήρες της να διαλογομαχούν μέχρι τελικής πτώσης. Ορισμένους δε τους αντιμετωπίζει με ειρωνεία, βγάζοντας με το τσιγκέλι τα χαοτικά, απειλητικά τους συναισθήματα.

Έτσι κι εδώ, σε μια υπόθεση απλή: μια Βελγίδα ονόματι Αμελί προσλαμβάνεται σε μια ιαπωνική εταιρία. Δεν αντιμετωπίζει όμως τους ανώτερούς της (δηλαδή όλους) με φόβο και τρόμο (όπως προστάζει το αρχαίο αυτοκρατορικό ιαπωνικό πρωτόκολλο) αλλά στα ίσια· χωρίς αυθάδεια μεν, αλλά και χωρίς δουλικότητα ή υποταγή στους αυστηρούς έως παράλογους κανόνες τους. Κατά συνέπεια κάθε ειλικρίνεια, αυθορμητισμός ή καλή διάθεση δεν θα θεωρηθούν απλώς ως αναιδής παραβίαση των ιερών κανόνων της ιαπωνικής επιχείρησης αλλά και ως προδοσία της και ως προσβολή του ίδιου του λαού της Ανατολής. Οι βαθμιαίες τιμωρίες της αυθάδους «Δυτικής» ξεκινούν από λεκτικές προσβολές και ανάθεση παράλογου φόρτου εργασίας – Μου σφυροκόπησαν το σώμα με τόσους αριθμούς, που δεν υπάρχει πια θέση για το παραμικρό δεκαδικό (σ. 70) – και καταλήγουν σε απάνθρωπη ταπείνωση και ανάθεση καθαριότητας στις τουαλέτες – το πλεονέκτημα όταν τρίβεις λερωμένες λεκάνες είναι ότι δεν φοβάσαι πια να πέσεις πιο χαμηλά. (σ. 111).

Η Νοτόμπ εκτοξεύει αλλεπάλληλα φαρμακερά βελάκια στα συστήματα των ιαπωνικών επιχειρήσεων και του ίδιου του ιαπωνικού πολιτισμού. Οι εργαζόμενοι βλέπουν τον προϊστάμενό τους ως λοχαγό σε πόλεμο και είναι έτοιμοι να πολεμήσει γι’ αυτόν ως το τέλος, ως σαμουράι. Χαρίζουν την ύπαρξή τους σ’ ένα τίποτα. (σ. 137). Το άκρον άωτον της εξύβρισης είναι να σε αποκαλέσουν ατομιστή, ενώ είναι συνηθισμένο το φαινόμενο υπάλληλοι να μένουν στο γραφείο όλη νύχτα για να τελειώσουν τη δουλειά τους. Σε μια τέτοια νύχτα της, τρίτη συνεχόμενη, η Αμελί αισθάνεται πως απελευθερώνεται περπατώντας πάνω στα γραφεία, καθήμενη γυμνή πάνω στα πληκτρολόγια και αγκαλιάζοντας τις οθόνες με χέρια και με πόδια, προτού λουστεί με τα σκουπίδια της προϊσταμένης της. Η μοναδική της διαφυγή από το εφιαλτικό εργασιακό περιβάλλον είναι να πλησιάζει την τεράστια τζαμαρία και να φαντάζεται μια «βουτιά στη θέα»: προτού γίνει λιώμα στο έδαφος, θα έχει τη δυνατότητα να κοιτάξει τόσα πράγματα. – Ακόμα και σήμερα θα πρέπει να υπάρχουν ράκη τους σώματός μου σε ολόκληρη την πόλη. (σ. 135)

Μια τόσο αφοριστική γραφή μας κάνει να πιστεύουμε πως η Νοτόμπ μιλάει εκ των έσω, πως πρόκειται για αυτοβιογραφική ιστορία – ως κόρη διπλωματών έζησε σε διάφορα μέρη της Ανατολής και γνωρίζει καλά την Ιαπωνία εφόσον έζησε κι εργάστηκε εκεί και ως διερμηνέας. Αναφέρει φευγαλέα την διαφορετική, ειδυλλιακή εικόνα που είχε για τον ιαπωνικό πολιτισμό και καταλήγει πως αν το ιαπωνικό «θαύμα» θεμελιώνεται σε τέτοια συστήματα συμπεριφορών, τότε είναι για τα σκουπίδια. Αν πρέπει να θαυμάζουμε την Γιαπωνέζα, είναι γιατί δεν αυτοκτονεί, εφόσον δεν δικαιούται να ελπίζει σε τίποτα όμορφο. Θαυμάζει την σκληρή προϊστάμενή της επειδή η ομορφιά της άντεξε τόσους «υλικούς και ψυχικούς κορσέδες … εκδηλώσεις σαδισμού και ταπεινώσεις, «άρα μια τέτοια ομορφιά λάμπει ως θαύμα ηρωισμού».

Με ύφος λιτό και φαρμακερό και διαλόγους που χαρακώνουν το μυαλό, η Νοτόμπ δεν περιορίζεται στην πολιτισμική σύγκρουση Δύσης και (Άπω) Ανατολής αλλά και στο γνώριμο αγαπημένο της θέμα: τις πάσης φύσεως σχέσεις εξουσίας, όπου ο καθένας μπορεί ανά πάσα στιγμή να μετατραπεί σε σαδιστή, μαζοχιστή, τύρρανο ή μηδενικό ή όλα μαζί. Σήμερα ζει στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες. Βιβλία της έχουν διασκευαστεί για σινεμά, όπερα και θέατρο. Κάθε ύπαρξη γνωρίζει την ημέρα του πρωταρχικού τραύματός της, η οποία χωρίζει τη ζωή της σ’ ένα πριν και σ’ ένα μετά, και της οποίας η έστω και φευγαλέα ανάμνηση αρκεί για να την καθηλώσει μέσα σ’ έναν άλογο, ζωώδη και αθεράπευτο τρόμο. (σ. 125-126).

Αποσπάσματα: Οι πιο ακατανόητες στάσεις στη ζωή μας οφείλονται συχνά σε κάτι που μας θάμπωσε όταν ήμασταν μικροί και διατηρεί για καιρό την ισχύ του: όταν ήμουν παιδί, η ομορφιά του γιαπωνέζικου κόσμου μου μού είχε κάνει τέτοια εντύπωση ώστε λειτουργούσα ακόμη με βάση εκείνο το συναισθηματικό απόθεμα. Είχα τώρα μπροστά στα μάτια μου όλη τη φρίκη και την περιφρόνηση ενός συστήματος που αρνιόταν ό,τι είχα αγαπήσει, κι όμως έμενα πιστή σ’ αυτές τις αξίες, στις οποίες δεν πίστευα πια. (σ. 112-113)

Όχι. Εσύ επινόησες αυτό το σπίτι και αυτά τα άτομα. Αν έχεις την εντύπωση ότι υπάρχουν πιο παλιά απ’ ότι ο νέος διορισμός σου, τότε πρόκειται για ψευδαίσθηση. Άνοιξε τα μάτια: πόσο ζυγίζει η σάρκα αυτών των πολύτιμων ανθρώπων απέναντι στην αιωνιότητα των κεραμικών στους χώρους υγιεινής; Θυμίσου τις φωτογραφίες των βομβαρδισμένων πόλεων: οι άνθρωποι νεκροί, τα σπίτια ισοπεδωμένα, μα οι τουαλέτες ορθώνονται ακόμα περήφανα στον ουρανό, γαντζωμένες στις εν στύσει σωληνώσεις. Όταν η Αποκάλυψη θα έχει ολοκληρώσει το έργο της, οι πολιτείες θα είναι δάση από χέστρες και τίποτ’ άλλο. Το γλυκό δωμάτιο όπου κοιμάσαι, τα πρόσωπα που αγαπάς, είναι αντισταθμιστικά δημιουργήματα του μυαλού σου. Είναι χαρακτηριστικό ανθρώπων που ασκούν ένα δυσάρεστο επάγγελμα να σκαρώνουν για προσωπική τους χρήση αυτό που ο Νίτσε ονομάζει ενδόκοσμο, έναν επίγειο ή επουράνιο παράδεισο, στον οποίον πασχίζουν να πιστέψουν για να παρηγορηθούν για την απαίσια κατάστασή τους. Όσο πιο ταπεινή είναι η δουλειά τους τόσο πιο όμορφη είναι η ψυχική τους Εδέμ. Πίστεψέ με: δεν υπάρχει τίποτα έξω από τα αποχωρητήρια του τεσσαρακοστού τρίτου ορόφου. (σ. 134-135)

Συντεταγμένες: Amélie Nothomb, Stupeur et tremblements, 1999 / Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2002, μετφ. Κώστας Κουρεμένος, σελ. 157.

Πρώτη δημοσίευση σε: http://www.mic.gr/books.asp?id=16050

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Αμελί Νοτόμπ – Φόβος και τρόμος

Σχολιάστε