Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες – Η βρόμικη τριλογία της Αβάνας

Εκείνη η επίμονη αναζήτηση της εσωτερικής γαλήνης μου είχε κάνει ζημιά. Δεν ξέρω ποιος στο καλό μού έβαλε αυτή την ιδέα στο κεφάλι. Για να ζήσεις με εσωτερική γαλήνη πρέπει να είσαι ηλίθιος. Ή όχι; (σ. 52)
Φάκελος φιλοξενούμενου: Γέννηση στην Κούβα (Ματάνσας, 1950). Η 26ετής δημοσιογραφική και εκφωνητική θητεία του στην κουβανέζικη ραδιοτηλεόραση διακόπηκε μετά από το ταξίδι του στη Βαρκελώνη για την προώθηση του βιβλίου αυτού (1998). Απολύθηκε χωρίς καμία εξήγηση, ενώ οι συνάδελφοί του στην τηλεόραση σταμάτησαν να τον χαιρετούν στο δρόμο και να αισθάνεται «ένα φάντασμα της Αβάνας». Έτσι η Βρόμικη τριλογία απαγορεύτηκε στη χώρα, ενώ το τελευταίο του Animal Tropical (κυκλοφορεί από τις ίδιες εκδόσεις με τίτλο Ο έρωτας νοστάλγησε την Κούβα) μοσχοπουλάει και εκεί, αναγκάζοντάς μας να συμπεράνουμε πως οι ερωτικές μυθιστορίες ποτέ δεν ενοχλούσαν τους Κουβανούς, αρκεί να μην συνδυάζονται με πολιτικές αμφισβητήσεις του παραδείσου τους.
Χρονoγραφικό: 1994-1997, στην καρδιά της περιόδου οικονομικής κατάρρευσης της χώρας και κατακόρυφης πτώσης του βιοτικού επιπέδου των Κουβανών λόγω της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης και της παύσης κάθε οικονομικής βοήθειας.
Ήρωες: Η πάντα ευπρόσδεκτη ταύτιση συγγραφέα-αφηγητή-ήρωα εδώ βρίσκει την κυριολεξία της. Αυτό είναι το πρώτο δυνατό χαρτί του Γκουτιέρες: η απόλυτη σύμπτωση ζωής και γραφής. Εξιστορεί αυτά που ζει και βιώνει αυτά που γράφει. Σε μια από τις φωτογραφίες εδώ τον βλέπουμε στο εσωτερικό μπαλκόνι του κτιρίου όπου κατοικεί, έναν χώρο όπου καμία αίσθηση δεν μένει παραπονεμένη: ακούει συνεχώς από παντού δυνατή μουσική ή πάσης φύσεως καυγάδες. Μυρίζει τη μόνιμη δυσωδία από κάτουρο, βρόμα και τα καθημερινά ξερατά ενός μέθυσου στον τέταρτο όροφο. Βλέπει καθημερινά αγνώστους να πηγαινοέρχονται, αν και όχι πάντα, εφόσον συχνά οι γείτονες κλέβουν τις λάμπες και το κτίριο σκοτεινιάζει. Αγγίζει τις ολοένα και περισσότερες (με κάθε νεροποντή της Καραϊβικής) ρωγμές στους τοίχους. Γύρω του, ένας τρίχρωμος πληθυσμός γεμάτος από: χινετέρας και χινετέρος (εκπορνευόμενες νέες και νέοι, τυπικά και ουσιαστικά αποδεκτοί από την κοινωνία λόγω της ανέχειας). Αναπολητές περασμένων μεγαλείων και παραιτημένους ένοικους των χαμόσπιτων, που κάθε πρωί μετράνε τις απώλειες από τις επιδρομές των αρουραίων. Θρησκόληπτους και μυστικιστές της διπλανής πόρτας. Επίδοξους σχεδια-στές (αυτοί που σχεδιάζουν να αποδράσουν με αυτοσχέδιες σχεδίες προς το Μαϊάμι). Ηδονοβλεψίες που κοντοστέκουν έξω από τις αυλές για να ακούσουν τα βογκητά των τελευταίων ηδονών που απέμειναν στους γηγενείς. Εθισμένους στο φτηνό ρούμι με γεύση πετρελαίου. Ηλικιωμένους που φυλάνε τα καλά τους ρούχα για την ημέρα που θα αλλάξουν όλα.
Πλοκή: Ο Πέδρο εξιστορεί πώς είναι να ζει κανείς σε αυτήν τη μυθική πλέον χώρα. Έχει μάθει να μην έχει την παραμικρή απαίτηση από αυτή τη ζωή. Ζει στο καλύτερο δυνατό σημείο του κόσμου: στην ταράτσα ενός παλιού οκταώροφου κτιρίου στην Μαλεκόν, την παραλιακή λεωφόρο της Αβάνας, και περιμένει το σούρουπο για να κοιτάξει τις δυο όψεις της πόλης (παλαιά – σύγχρονη), να αναπνεύσει την αρμύρα των παλιών σπιτιών, να κατεβάσει ρούμι όπως άλλοι πίνουμε νερό και να σκεφτεί με διαύγεια, πετώντας μακριά από τον εαυτό του, παρατηρώντας τον από μακριά. Μόνο που εδώ δεν έχουμε κανέναν εκκεντρικό υμνητή των γνωστών κλισέ (περιπλάνηση, έρωτες, ποτό, φιλοσοφίες), κάποιον που τα κάνει για να τα κάνει, μα επειδή έτσι έχει μάθει να ζει και δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.
Tον ακολουθώ σε μία από τις περιπλανήσεις του. Περνάει από το σπίτι του σπουδαίου Κουβανού συγγραφέα Λεσάμα Λίμα που όμως είναι άγνωστος εκεί. «Α, ένας ηλικιωμένος χοντρός που ζούσε εδώ; Κυκλοφορούσε πάντα με κουστούμι και γραβάτι κι η γυναίκα του ήταν τρελή. Πούστης δεν ήταν αυτός;». Σταματάει σε μια πιτσαρία που δεν έχει πλέον καύσιμα ψησίματος. Ακούει τις βλαστήμιες των γυναικών από ένα σολάρ, καθώς καθαρίζουν για άλλη μια φορά τους διαδρόμους από τον ξεχειλισμένο βόθρο. Παρακολουθεί τη σύλληψη ενός πλανόδιου πωλητή κρέατος (για την ακρίβεια ανθρώπινου, από το νεκροτομείο) αλλά κι έναν αστυνομικό να βοηθά τέσσερις τύπους να δέσουν καλύτερα τη σχεδία της απόδρασης. Κοιμάται μεθυσμένος σε κάποιο παγκάκι και νοιώθει κάθε μισή ώρα κάποιον να τον ψαχουλεύει. Σκέφτεται τις ερωτικές του περιπλανήσεις και μονολογεί: έμαθα τόσα πολλά που ίσως κάποια μέρα να γράψω έναν Οδηγό Διαστροφής. Αυτός ο σεξουαλικά αχόρταγος και «φιλοσοφημένος» σεξιστής, λατρεύει ή χρησιμοποιεί τις γυναίκες για τους δικούς του λόγους. Αρνείται να συμβιβαστεί με τις μοναδικές τρεις ιδιότητες με τις οποίες μπορεί κανείς να επιβιώσει στην Αβάνα: τρελός, μεθυσμένος ή κοιμισμένος – αν και το δεύτερο το συζητάει. Συχνά αποχαιρετά τους δικούς του φίλους.
Σε μια από τις πιο γερές σκηνές αποχαιρετισμού, ο συγγραφέας βλέπει πως αυτή που φεύγει για την άλλη πλευρά είχε αφήσει ορισμένα αντικείμενα αξίας σκορπισμένα στο δωμάτιο.
-Θα τα αφήσεις όλα αυτά;
-Ναι. Είναι όλα άχρηστα.
-Μόνο άχρηστα δεν είναι. Οι λαστιχένιες σαγιονάρες, το σαμπουάν, το σαπούνι, το μπλοκ σημειώσεων, η ξυριστική μιας χρήσης. Εδώ όλα είναι χρήσιμα…
Λίγο αργότερα κάναμε την αποχαιρετιστήρια βόλτα στην Μαλεκόν. Μου είχε ήδη πει ότι την πονούσε πολύ να βλέπει όλο αυτό το πολιτικό θέατρο που παιζόταν προκειμένου να συγκαλυφθεί η εξαθλίωση. Καθίσαμε για λίγη ώρα να ακούσουμε τη θάλασσα. Εκείνη τη μύριζε. Εγώ όχι. …Έφυγα περπατώντας, κρατώντας τη σακούλα, προς το σπίτι μου. Αργά. (σ. 46-47)
Γκράφιτι: Ήταν άνθρωποι πολύ απελπισμένοι. Και ίσως γενναίοι ή αδαείς. Υποψιάζομαι ότι η γενναιότητα και η άγνοια πάνε χέρι χέρι. // Τίποτα δεν κρατάει για πάντα. // Ήμασταν πολύ νέοι τότε κι όταν είναι κανείς νέος σπαταλάει τα πάντα επειδή πιστεύει ότι τίποτα δεν πρόκειται να τελειώσει. Και πολύ καλά κάνει. Όπως και να ‘χει, όταν γεράσεις, πάλι δεν θα έχεις τίποτα, όσο κι αν έχεις κάνει οικονομία.
Γοητεία: Μιλήσαμε ήδη για τη σαγήνη της πρωτογενούς βιωματικής αφήγησης. Το δεύτερο δυνατό χαρτί του συγγραφέα είναι η προσωπική του καταβύθιση σε μια καθημερινή έως ωμή σεξουαλικότητα – όχι μόνο τη δική του αλλά και ενός ολόκληρου λαού. Δεν περιμέναμε φυσικά να φτάσουμε στο 2006 για να διαβάσουμε απροκάλυπτες σεξουαλικές σκηνές. Όμως, εκτός από τη δόση της αυθεντικότητας που υπάρχει κι εδώ, υπάρχει κάτι ακόμα: ο Πέδρο, κι ως φαίνεται η πλειονότητα των Κουβανών, κάνει σεξ όπως άλλοι λαοί αναπνέουν, τρώνε ή προσκυνάνε θεούς: αυτονόητα, βιωματικά και ανενδοίαστα. «Εμείς δεν είμαστε Αγγλοσάξονες, Γερμανοί ή Γάλλοι. Είμαστε Κουβανοί, και για μας το σεξ είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου… Το σεξ δεν είναι για ανθρώπους με αναστολές… είναι ανταλλαγή υγρών, ρευστών, σάλιου, ανάσας και δυνατών μυρουδιών, ούρων, σπέρματος, σκατών, ιδρώτα, μικροβίων, βακτηρίων. Αλλιώς δεν είναι. Εάν είναι μόνο τρυφερότητα κα αιθέρια πνευματικότητα, τότε περιορίζεται σε μια στείρα παρωδία του τι θα μπορούσε να είναι… Χρησιμοποιώ το σεξ στην αφήγησή μου μόνο ως δραματουργικό στοιχείο. Άλλοι συγγραφείς δολοφονούν τους ήρωές τους για να ανεβάσουν την ένταση. Εγώ τους βάζω να κάνουν έρωτα. Νομίζω πως είναι πολύ πιο ευχάριστο να χύνεις σπέρμα από το να χύνεις αίμα» (από συνομιλία του στο περιοδικό Highlights 17/2005).
Γραφιστικά: Μυθιστόρημα και διήγημα συγχέονται σε 3 μέρη με 20 ιστορίες το καθένα. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει άλλος τρόπος να ειπωθούν όλα αυτά, πέρα από την άγρια, μινιμαλιστική και κοφτερή αφήγηση. Με απλά λόγια, λιτές περιγραφές και σκληρές ατάκες, χωρίς το παραμικρό στολίδι, χωρίς «λογοτεχνίζουσες» περιγραφές. Συχνές επαναλήψεις, λογική συνέπεια της προφορικότητας του λόγου. Τον ανεβοκατεβάζουν ως Μπουκόφσκι της Καραϊβικής ενώ ο ίδιος αναγνωρίζει περισσότερες οφειλές στους Τρούμαν Καπότε και Ρέιμοντ Κάρβερ. Μην ξεχνάμε και τον Χένρι Μίλερ, φίλτατε Πέδρο.
Απόσπασμα: Αλλά η σάρκα είναι ασθενής…Και υποθέτω σε όλους το ίδιο συμβαίνει με τις σάρκες τους, αλλά δεν αρέσει στους ανθρώπους να το συνειδητοποιούν, σε βαθμό που εφηύραν τις έννοιες της ηθικότητας και της ανηθικότητας. Μόνο που κανείς δεν ξέρει να προσδιορίσει πού ακριβώς βρίσκονται τα όρια που διαχωρίζουν τους ηθικούς από τους ανήθικους (σ. 74)
Η Τσίτσα πέρασε όλη τη νύχτα χεσμένη από το φόβο της, ακούγοντας έναν μεγάλο και γεροδεμένο αρουραίο να ψαχουλεύει ανάμεσα στα κατσαρολικά. Ο αρουραίος συμπεριφερόταν με θράσος, λες και ήταν στο σπίτι του. Ερχόταν από το υπόγειο, από έναν παλιό και σάπιο σωλήνα. Ανέβαινε οχτώ ορόφους μέσα στο σωλήνα μέχρι να βγει στο φως. Τότε πηδούσε στην ταράτσα του κτιρίου και ριχνόταν στην ανασκαφή των άφθονων σκουπιδιών ή έμπαινε σε κάποιο από τα δωμάτια. Συνολικά πρέπει να είναι γύρω στα πενήντα άτομα, αν όχι περισσότερα, στοιβαγμένα στα εφτά δωμάτια, τα οποία έχουν χτιστεί σιγά σιγά, σε διάστημα τριάντα χρόνων, στην ταράτσα. Αυτό εξασφαλίζει επαρκείς κρυψώνες και υπολείμματα φαγητού. … Στην πραγματικότητα, πίσω από εκείνο τον αθληταρά αρουραίο ανέβαιναν πολλοί ακόμη και τα βράδια γίνονταν οι άρχοντες της ταράτσας… Τελικά ξημέρωσε και η Τσίτσα σηκώθηκε να επιθεωρήσει τις απώλειες. Ο αρουραίος είχε ξεσκεπάσει την κατσαρόλα με τις πατάτες και τα φασόλια που είχαν περισσέψει. Το έφαγε σχεδόν όλο και, σαν να μην έφτανε αυτό, έχεσε και πάνω στο τραπέζι…Η Τσίτσα ήταν πάντα βρομιάρα και ατημέλητη αλλά αυτό πια πήγαινε πολύ. Άνοιξε την πόρτα του δωματίου της. Έβγαλε έξω την κατσαρόλα και την γέμισε νερό… (σ. 460-461)
Ίσως, για καλή μας τύχη, η νοσταλγία να μπορεί να μεταμορφωθεί από κάτι καταθλιπτικό και θλιβερό σε έναν μικρό σπινθήρα που θα μας εκτοξεύσει στο καινούργιο, που θα μας παραδώσει σε άλλη αγάπη, σε άλλη πόλη, σε άλλο χρόνο, που μπορεί να είναι καλύτερο ή χειρότερο, αλλά δεν έχει σημασία, θα είναι διαφορετικό. Κι αυτό είναι εκείνο που αναζητούμε όλοι καθημερινά: να μη σπαταλήσουμε τη ζωή μας μονάχοι … να απολαύσουμε το κομμάτι της γιορτής που μας αναλογεί. (σ. 77-78).
Συντεταγμένες: Pedro Juan Gutierrez, Trilogia sucia de la Habana, 2005. Στα ελληνικά: Μτφ.: Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη, Μεταίχμιο, 2006. 485 σελ. συν άλλες 5 με σημειώσεις της μεταφράστριας.
Πρώτη δημοσίευση εδώ.

Σχολιάστε