Κάρλος Σαμπάγιο, Τη χρονιά που δραπέτευσε το λιοντάρι

Ο Carlos Sampayo (Μπουένος Αϊρες, 1943) μάς είναι γνωστός από την συνεργασία του με τον Αργεντινό σχεδιαστή Jose Munoz (βλ. τις κόμικ σειρές Alan Sinner, Le Bar a Joe και το άλμπουμ Billie Holiday). Εξόριστος στην Ευρώπη από τη δεκαετία του ’70 (Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία, όπου ζει σήμερα), ασχολείται ευρύτερα με το σενάριο και την κριτική λογοτεχνίας και μουσικής, παλαιότερα και με την ποίηση. Όπως είναι αναμενόμενο, η πλούσια σκευή του είναι εμφανέστατη σ’ ετούτο το πρώτο του, βαθύτατα πολιτικό μυθιστόρημα. Η πλοκή (πυρήνα της οποίας αποτελεί η αναζήτηση ενός ναζί εγκληματία από τρεις ιδεαλιστές ανατολικοευρωπαίους «πράκτορες») εμποτίζεται με στοιχεία νουάρ, αστυνομικού και κατασκοπικού μυθιστορήματος αλλά και μαύρης κωμωδίας, ενώ η περιγραφή της ταυτόχρονης και παράλληλης δράσης των ηρώων συχνά θυμίζει κινηματογραφικές τεχνικές.

Τα πρόσωπα του μύθου αποτελούν ένα σύνολο από εξαιρετικά ενδιαφέροντες χαρακτήρες: από τον Λεόν Φερράρα επιδέξιο χορευτή ταγκό και πορτοφολά μέχρι τους δίδυμους Αλεξ και Αδόλφο, αυτόκλητους εξυγιαντές της κοινωνίας (αποστολή που περιορίζεται όμως στις μικρότερες κλίμακες του εγκλήματος) και από τις σενιόρες και σενιορίτες της πανσιόν όπου ζουν οι περισσότεροι μέχρι τα τρία διαφορετικά πορτρέτα των αστυνομικών: του έντιμου Κασάρες, του διεφθαρμένου Μαργαρίδα και του δουλικού Λαρρανιάγα – αποφεύγοντας έξυπνα το στερεότυπο του αρνητικού καθεστωτικού αστυνομικού. Οι περισσότεροι είναι γνώστες της γλώσσας των παραβατών, σαρκάζουν και αυτοσαρκάζονται ανελέητα, μαθαίνουν να ασκούνται στην αναμονή ακόμα κι όταν όλα εξελίσσονται ανεξάρτητα από τη θέλησή τους, ενώ στις δύσκολες στιγμές τους εύχονται να ήταν απλά ιδιοκτήτες καπνοπωλείου ή διευθυντές στιλβωτηρίου ή απλά αφήνονται στις εμμονές τους (ο Φερράρα συχνά ακούει τανγκό μέχρι να κάψει τις λυχνίες του Wincofon του).

Ανάμεσά τους κυκλοφορεί ένα …λιοντάρι, περιφερόμενος δραπέτης του τσίρκου, περισσότερο αμήχανος παρά απειλητικός. Πέρα από προφανείς συμβολισμούς (οι πραγματικά επικίνδυνοι υποδεικνύουν άλλους ως τέτοιους, το άγριο θηρίο προκαλεί λιγότερους κινδύνους από ορισμένους ανθρώπους) και παραλληλισμούς (ορισμένοι χαρακτήρες φαίνονται εξίσου μοναχικοί ή και κυνηγημένοι, όπως κι εκείνο), το λιοντάρι αποτελεί έναν ιδιότυπο μάρτυρα των θλιβερών τεκταινόμενων στους δρόμους και τα οικόπεδα της πόλης. Η φευγαλέα διασταύρωσή του με κάποια πρόσωπα φέρνει στην επιφάνεια τις φοβίες ή προκαλεί τα πικρόχολα σχόλιά τους, ενώ η επιστροφή του στο τσίρκο δεν μπορεί παρά να είναι και αυτή συμβολική: οι αγριότητες που διαπράττονται στα πεδία της «ελευθερίας» μοιάζουν χειρότερες από εκείνες του εγκλεισμού του.

Όμως ο Μουνιόζ δεν περιορίζεται σε μια λογοτεχνική μετάπλαση των εικαστικών του εμμονών, αλλά τις χρησιμοποιεί να γράψει για την αγαπημένη του πόλη και τις ανεπανόρθωτες πληγές που της προκάλεσε η ζοφερή πολιτική της μοίρα. Εδώ το Μπουένος Αϊρες απογυμνώνεται από την λογοτεχνική του αίγλη, για να βυθιστεί σε μια ρεαλιστική, παρακμιακή απεικόνιση. Το ποτάμι αναδίνει αναθυμιάσεις αποσύνθεσης και τα προάστια είναι θλιβερά, με απρόσωπα σπίτια και έρημους δρόμους. Στο Μπούενος Άιρες του 1957 ένα άλλο στρατιωτικό καθεστώς έχει αντικαταστήσει τη δικτατορία του Χουάν Περόν. Η χώρα αποτελεί τον μεταπολεμικό υποδοχέα των ευρωπαίων φασιστών.

Η σκιαγράφηση των φανερών αλλά και των λιγότερο προφανών όψεων του ολοκληρωτισμού, από το κλίμα διάχυτου φόβου και μελαγχολίας έως την καθοριστική τους συμβολή στην ανθρώπινη ζωή, αποτελεί το γοητευτικότερο στοιχείο του μυθιστορήματος. Οι ριπές αυτόματων όπλων από ελεύθερους σκοπευτές (που προφανώς επιθυμούν να εκκαθαρίσουν την πόλη από κάθε αντιφρονούντα) δεν είναι παρά ένα ακόμα ακουστικό στοιχείο του περιβάλλοντος. Η διαφθορά απλώνεται παντού, ομάδες εκτελεστών δρουν ανεξέλεγκτα, η πρέσα του βιβλιοδέτη (ως όργανο βασανισμού) αποτελεί μόνιμη απειλή για κάθε παραβάτη.

Κάθε ανάλογο καθεστώς έχει ανάγκη από εχθρούς: από τον «Φυγάδα Τύρρανο» (ο Περόν ποτέ δεν κατονομάζεται) που όλοι θεωρούν υπεύθυνο για την άθλια κατάσταση της χώρας μέχρι εκείνους που απολαμβάνουν παράνομα τον έρωτα. Ο Μαργαρίδα μπαίνει χωρίς ένταλμα στα επιπλωμένα δωμάτια – ερωτικές φωλιές των ζευγαριών για να διαπιστώσει τη νομιμότητα του ζευγαρώματος. Είναι άλλωστε γνωστή η εμμονή των φασιστικών καθεστώτων με τον έλεγχο της δημόσιας «ηθικής» και την απέχθεια προς οτιδήποτε σχετίζεται με την ερωτική ζωή και τη σεξουαλικότητα.

Η έκφραση της διαβρωτικής παρουσίας του ολοκληρωτισμού δεν περιορίζεται στις καθημερινές του εκδηλώσεις στην λατινοαμερικανική χούντα, ούτε στους ελάσσονες φορείς του. Οι διώκτες των ναζί έχουν ανάλογα κυνηγηθεί από τον σταλινισμό· δεν έχουν απλά πληγωθεί από τα ματαιωμένα τους οράματά του παρελθόντος, αλλά τα μικρόβια του φόβου και της καχυποψίας συχνά καθορίζουν το παρόν τους. Ένας από αυτούς, ο Βάλτερ, εξαιτίας μια σατανικής σύμπτωσης θα αποδιώξει τον νέο του έρωτα, βέβαιος πως πρόκειται για διατεταγμένο πρόσωπο των σοβιετικών υπηρεσιών. Τα παραπάνω αποτελούν το αντικείμενο του συναρπαστικού πέμπτου, παρενθετικού κεφαλαίου, όπου και οι πρωταγωνιστές προβληματίζονται πάνω στην εκδίκηση. «Ας μην τους σκοτώσουμε, αλλά ας τους εμποδίσουμε να ξεχάσουν».

Στο τέλος το λιοντάρι έχει μεν «παραδοθεί» αλλά διαδίδεται πως κυκλοφορεί ελεύθερη η λέαινα. Η απόδρασή της είναι σχεδόν απαραίτητη, εφόσον ένας ακόμα αποδιοπομπαίος τράγος θα χρεωθεί μερικούς φόνους και ο απλός κόσμος θα πρέπει να συζητά για κάτι – η κυκλοφορία εφτά περιοδικών σινερομάντζων δεν αρκεί. Όμως παραβάτες θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Γιατί «με τέτοιους εκπρόσωπους της τάξης, θα υπάρχουν πάντα κλέφτες και παράνομοι» (σ. 114).

Συντεταγμένες: Κάρλος Σαμπάγιο, Τη χρονιά που δραπέτευσε το λιοντάρι, εκδόσεις Πόλις, μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, σελ. 320.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 17 (άνοιξη 2009).

Σχολιάστε