Λογοτεχνείο, αρ. 8

Τόμας Πίντσον, Η συλλογή των 49 στο σφυρί, εκδ. Ύψιλον, μτφ. Δήμητρης – Χαρά Δημηρούλη, σ. 106-107 (Thomas Pynchon, The Crying of Lot 49, 1966)

Σε κάποια αόριστη δυνατή μελωδία της νύχτας της πέρασε από το μυαλό ότι θα ήταν ασφαλής, ότι κάτι, ίσως μόνο το μεθύσι της που προοδευτικά έφευγε, θα την προστάτευε. Η πόλη ήταν δική της, έτσι περιποιημένη και πουδραρισμένη με τις συνηθισμένες λέξεις και εικόνες (κοσμοπολιτισμός, κουλτούρα, τρόλεϋ) όπως δεν ήταν ποτέ πριν: απόψε μπορούσε ελεύθερα να διεισδύσει στις μακρινές διακλαδώσεις του αίματός της, που είτε ήταν τριχοειδή αγγεία τόσο μικρά που σου επέτρεπαν μόνο να κρυφοκοιτάς, είτε αγγεία πολτοποιημένα σε αδιάντροπες φτωχογειτονιές, πάνω στο δέρμα της, στη θέα όλων, εκτός από τους τουρίστες. Κανέναν από τα πράγματα της νύχτας δεν μπορούσε να την αγγίξει: τίποτα δεν την άγγιζε (…)

Ήταν προορισμένη να θυμάται. Είδε αυτή την πιθανότητα όπως θα έβλεπε από ένα ψηλό μπαλκόνι έναν μικρό δρόμο, σαν μια ιλιγγιώδη κούρσα μ’ ένα τραινάκι του λούνα παρκ, ώρα ταΐσματος ανάμεσα στα θηρία του ζωολογικού κήπου – κάθε επιθυμία θανάτου μπορεί να ολοκληρωθεί με κάποια ελάχιστη χειρονομία. Άγγιξε την άκρη του ηδυπαθούς πεδίου του, ξέροντας ότι θα ήταν πιο όμορφα κι απ’ όνειρο να ενδώσει απλώς σ’ αυτό· ότι ούτε η έλξη της βαρύτητας, ούτε οι νόμοι της βαλλιστικής, ούτε η κτηνώδης πείνα, υποσχόταν περισσότερη ηδονή. Το δοκίμασε τρέμοντας: είμαι προορισμένη να θυμάμαι. Κάθε ίχνος που φανερώνεται, υποτίθεται ότι έχει τη δική του διαύγεια, τις δικές του καλές πιθανότητες για διάρκεια. Αλλά τότε αναρωτήθηκε μήπως τα σαν πετράδια ίχνη ήταν μόνο κάποιο είδος αποζημίωσης. Για ν’ αναπληρώσουν την απώλεια του άμεσου επιληπτικού Λόγου, της κραυγής που ίσως καταργήσει τη νύχτα.

Στην Σώτη Τριανταφύλλου

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Λογοτεχνείο, αρ. 8

Σχολιάστε