Λογοτεχνείο, αρ. 2

Ορχάν Παμούκ, Η καινούργια ζωή, εκδ. Ωκεανίδα, 1999, μτφ. Στέλλα Βρετού – Σοφιανίδου, σ. 73-74. (Orhan Pamuk, Yeni Hayat, 1995)

Πέρασα ογδόντα εννιά νύχτες στα καθίσματα λεωφορείων, χωρίς ν’ ακούσω το χτύπημα αυτής της ευτυχισμένης ώρας στην ψυχή μου. Μια φορά, ύστερα από ένα απότομο φρενάρισμα, πέσαμε πάνω σ’ ένα φορτηγό φορτωμένο κοτόπουλα, αλλά δεν άνοιξε μύτη όχι μόνο νυσταγμένου επιβάτη, αλλά ούτε κι ενός ζαλισμένου κοτόπουλου. Μια άλλη νύχτα, όταν το λεωφορείο μας, πάνω στην παγωμένη άσφαλτο, γλιστρούσε γλυκά γλυκά προς τον γκρεμό, κάποια στιγμή από το παγωμένο παράθυρό μου ένιωσα τη λάμψη της άμεσης επικοινωνίας με τον Θεό και ήμουν έτοιμος ν’ ανακαλύψω με πάθος το κοινό μυστικό της ύπαρξης, του έρωτα, της ζωής και του χρόνου, όταν το παιχνιδιάρικο λεωφορείο στάθηκε κρεμασμένο στο σκοτάδι του κενού.
Η τύχη, είχα διαβάσει κάπου, δεν είναι τυφλή, αγράμματη είναι. Η τύχη, σκέφτηκα, είναι η παρηγοριά όσων δεν ξέρουν από στατιστικές κι από πιθανότητες. Κατέβηκα από την πίσω πόρτα στο έδαφος, από την πίσω πόρτα επέστρεψα στη ζωή, από την πίσω πόρτα βρέθηκα στους σταθμούς, στη φασαριόζικη ζωντάνια των σταθμών. Φιστικάδες, κασετοπώληδες, παπατζήδες, θείοι με βαλίτσες στα χέρια, θείες με πλαστικές σακούλες, καλημέρα. Για να μην αφήσω το πράγμα στην τύχη, έψαχνα να βρω τα πιο παλιά λεωφορεία, διάλεγα τους πιο φιδογυριστούς ορεινούς δρόμους, στα καφενεία του προσωπικού έβρισκα τους πιο νυσταγμένους οδηγούς των γραμμών.

Στον Γιώργο Χρονά

2 σκέψεις σχετικά με το “Λογοτεχνείο, αρ. 2

Σχολιάστε