Ράινχαρτ Κλάιστ – Johnny Cash

Φυλακές Φόλσομ, αίθουσα εστίασης. Ένας φύλακας της πτέρυγας 3 με αντάλλαγμα ένα τσιγάρο μαρτύρησε το μυστικό σ’ έναν κρατούμενο: εδώ μέσα σε λίγες μέρες θα παίξει ο Τζόνυ Κας. Ελάχιστοι τον πιστεύουν, αλλά τελικά δεν τους φαίνεται απίθανο: Ξέχνα τον Έλβις. Αυτός ο ψευτόμαγκας δεν θα έπαιζε ποτέ εδώ. Ο Κας είναι δικός μας άνθρωπος. Ξέρει πως είναι να περνάς από την κόλαση. Ζει τα τραγούδια του. Έτσι είναι: ο Τζόνυ νιώθει πως είναι να είσαι μέσα, κι ας μην μπήκε ποτέ.

Παιδικά χρόνια σε καλύβα χωρίς θέρμανση και τζάμια, καταρρακτώδεις βροχές, ο φόβος των πλημμύρων, δυο αγαπημένα αδέλφια, σκληρή δουλειά στις οικογενειακές βαμβακοφυτείες: «χωρίς αυτές δεν θα υπήρχε κάντρι μουσική. Το χίλμπιλι, το μπλούγκρας και το ροκαμπίλι έχουν τις ρίζες τους εκεί. Οι εργάτες τους τραγουδούσαν τα γκόσπελ και τα μπλουζ των Hank Williams, Charlie Fethers, Jimmy Rogers». Η γη δεν αποδίδει κι ο Τζόνυ μετακομίζει στο Ντιτρόιτ για να δουλέψει όπως τόσοι άλλοι σε εργοστάσιο αυτοκινήτων. Αλλά η μουσική έχει φωλιάσει μέσα του. Γνωρίζει την Βίβιαν, ψάχνει σπίτι στο Μέμφις, που έχει ακούσει ως Μέκκα της Μουσικής, πιάνει δουλειά στην εταιρεία ηλεκτρικών ειδών Home Equipment Company, γνωρίζει τους μουσικούς του companieros.

Παίζουν, δένουν, κολλάνε. Αναμονή για τον χτύπο του τηλεφώνου αλλά ποιος να τους ψάξει σε μια πόλη που ακόμα και οι οδοκαθαριστές έχουν συγκρότημα; Κι όμως ο πολύς Σαμ Φίλιπς της Sun Records τον δέχεται και μόνο για τα χίλια τηλεφωνήματα που δεχόταν από εκείνο τον επίμονο νέο. Τον ακούει να παίζει Χανκ Σνόου, Κάρτερ Φάμιλι, Τζίμι Ρότζερς: o ακατέργαστος ήχος της μπάντας τον ενδιαφέρει, οι Johnny Cash and The Tennessee Two είναι γεγονός και η τριάδα ξεκινά περιοδεία με μια παλιά Πλύμουθ. Σφαίρα για το Ράιμαν του Νάσβιλ, το ναό της κάντρι, απ’ όπου πέρασαν όλες οι μορφές. Ο Τζόνυ άκουγε από μικρό παιδί την ραδιοφωνική εκπομπή Grande Ole Opry, που ηχογραφούνταν εκεί μπροστά στο κοινό. Εκεί γνωρίζει και την Τζουν Κάρτερ. Βενζεδρίνη, δεξεδρίνη, εκουανίλ, όλες οι αμφεταμίνες για να κρατηθεί ξύπνιος στις νυχτερινές τους οδηγήσεις…Ξέρει τους δρόμους καλύτερα απ’ το σπίτι του. Χωρίς πλάκα, αρκεί να ρίξω μια ματιά απ’ το παράθυρο του λεωφορείου και ξέρω πού είμαι. Ούτε πέντε μίλια έξω δεν πέφτω.

Αρχίζει να παίζει με την Τζουν. Because you’re mine, I walk the line. Ολόκληρη η Αμερική γνωρίζει τα τραγούδια του και δυναμώνει τον ήχο όταν παίζουν στο ραδιόφωνο. Το 1962 στο Κάρνεγκι Χολ αποδίδει φόρο συναυλιακής τιμής στο είδωλό του Τζίμι Ρότζερς, τον «τραγουδιστή των τρένων» και ανεβαίνει στη σκηνή με ρούχα σιδηροδρομικού και το φανάρι που κρατούσαν υποχρεωτικά οι τροχοπεδητές. Δολιοφθορές στα ξενοδοχεία, αμελείς πυρκαγιές – το όνομά του τον γλιτώνει από δικαστικές εμπλοκές. Η Κου Κλουξ Κλαν διαδίδει πως η Βίβιαν είναι έγχρωμη, για να τον δυσφημίσουν στο συντηρητικό κοινό. Ούτως ή άλλως η συμπάθειά του για τις μειονότητες δεν χειροκροτείται απ’ όλους, ενώ από την αντίθετη πλευρά κάποιοι δεν δέχονται το γεγονός πως δεν παίρνει ξεκάθαρη θέση απέναντι στους βρόμικους πολέμους της Αμερικής, παρά τραγουδά για τους εκείνους που της έδωσαν την ζωή του.

Ο Κας έχει φτάσει ήδη τα όριά του. Μια σκιά του μιλάει πίσω απ’ τις κουρτίνες, τον τυφλώνουν τα φώτα της σκηνής, εκτός ελέγχου καρφώνεται με το αυτοκίνητο πάνω σε στύλους. Στο απροχώρητο πηγαίνει στο Nickajack Cave. Του λένε πως το σπήλαιο έχει τόσες πολλές διακλαδώσεις που, αν χαθεί, δεν πρόκειται να βρει την έξοδο. Και απαντάει τότε είναι ό,τι πρέπει. Κάπου μέσα εκεί συνομιλεί με τον νεκρό του αδελφό και βγαίνει λυτρωμένος. Κοίταξες τους δαίμονές σου ίσια στα μάτια, ολομόναχος του λέει η Τζουν, που τον βοήθησε ν’ απαλλαχτεί από τον δαίμονα των εξαρτήσεων (χάπια, αλκοόλ, νικοτίνη) και έμεινε ολόψυχα δίπλα του και δική του.

Θέλω να κάνω κάτι σαν κάντρι όπερα. Με τραγούδια για φυλακισμένους, ανθρακωρύχους, ξυλοκόπους, Ινδιάνους, επαρχιακούς γιατρούς, την αληθινή Αμερική δηλαδή. Η ραχοκοκαλιά του άλμπουμ θα είναι ένα τρένο που θα διασχίζει τη χώρα. Ride this train, φίλε!

Λίγο μετά έρχεται η πρόταση για το λάιβ της φυλακής, με κοινό τα πιο σκληροτράχηλα παιδιά της χώρας. Ο Κας πηγαίνει να παίξει και τρέμουν τα χέρια του – ποτέ δεν είχε τόσο άγχος: ένδειξη απεριόριστου σεβασμού σ’ όλους εκεί μέσα… Ο έγκλειστος που του είχε στείλει ένα κομμάτι σε μαγνητοταινία είχε πει κάποια στιγμή: Ψάχνω την αλήθεια και τη βρίσκω στον ήχο της φωνής του Τζόνυ. Ξέρει καλά πως φυλακισμένος δεν νιώθει κανείς μόνο πίσω από τα κάγκελα. Κι όταν ο Κας τελικά το παίζει μονολογεί: Έτσι λοιπόν είναι η στιγμή που περίμενες όλη τη γαμοζωή σου! Οι τοίχοι του Φόλσομ είχαν τρία μέτρα πάχος αλλά εκείνη τη νύχτα όλοι πέρασαν μέσα τους. Ένα χρόνο μετά θα εμφανιστεί στο κολαστήριο του Σεντ Κουέντιν, για άλλη μια φορά στο αληθινό κοινό του: τους ξεγραμμένους, τους έγκλειστους, τους παρίες.

«Η μπασοβαρύτονη φωνή, η ματιά των ανοιχτών οριζόντων, το πρόσωπο άοπλου προφήτη, η πάντα παρούσα σκιά θλίψης και μελαγχολίας, το βλέμμα αυτού που όλα τα είδε, γεύτηκε, αισθάνθηκε, ο εθισμός στην αγάπη και στη μουσική (εντέλει στην μουσική της αγάπης και στην αγάπη της μουσικής)», όλα είναι ο Τζόνυ Κας, όπως γράφει ο προλογιστής. Κι εγώ πάντα θα θυμάμαι πως ο ίδιος που σπαράζει για τα χτυπήματα της ζωής και τα πληγώματα του έρωτα, είναι ο ίδιος σου προ(σ)φέρει τραγουδιστά τους τρόπους αντοχής και ξεπεράσματός τους.

Εδώ τα πάντα είναι ασπρόμαυρα, στο παλιό κλασικό κόμικς στιλ, ενώ πολλά κάδρα του χαρακώνονται από στίχους τραγουδιών που τραγούδησε ή άκουγε ο Κας. Ο Γερμανός κομικίστας (γενν. 1970) γεννήθηκε κοντά στην Κολονία, ζει στο Βερολίνο, έφτιαξε άλμπουμ για Lovecraft, Elvis, Castro, εικονογράφησε βιβλία των G.J. Ballard και H.C. Artmann, φιλοτέχνησε εξώφυλλα δίσκων (Terrorgruppe, Bear Family Records) και προσόψεις βερολινέζικων κτιρίων. Ιστοσελίδα του εδώ = http://www.reinhard-kleist.de. /Εκδ. Οξύ, 2009, μτφ. Γεωργία Σακάτου (Reihard Kleist – Johnny Cash. I see darkness, 2006).

Πρώτη δημοσίευση: mic.gr, εδώ.

Αρτ Σπίγκελμαν – MAUS: Η ιστορία κάποιου που επέζησε.

Ι. Ο πατέρας μου αιμορραγεί ιστορία
ΙΙ. Και εδώ αρχίζουν τα προβλήματά μου

Φάκελος φιλοξενούμενου: Αρτ Σπίγκελμαν, Στοκχόλμη, 1948, Κορυφαία προσωπικότητα των εναλλακτικών κόµικς, συνδημιουργός του Arcade (1975), ιδρυτής του πρωτοποριακά πειραματικού Raw (1980) και αργότερα του Little Lit. Επί χρόνια συνεργάτης του New Yorker και σχεδιαστής ορισμένων προκλητικών εξώφυλλων του New Yorker (βλ. παθιασμένο φιλί Εβραίου ραβίνου και αφροαμερικανής μαύρης), παραιτήθηκε λόγω ελέγχου πάνω στο έργο του. Ζώντας ελάχιστα τετράγωνα μακριά από το Ground Zero της 11/9, δήλωσε πως, μετά την επίθεση, συνειδητοποίησε ότι «ξόδευε άσκοπα το χρόνο του κάνοντας οτιδήποτε άλλο εκτός από κόμικς». Σήμερα εξακολουθεί να ζει στη Νέα Υόρκη με την οικογένειά του.

Ήρωες: Βλάντεκ Σπίγκελμαν: πατέρας του συγγραφέα – σχεδιαστή. Άνθρωπος «κοινός» και πραγματιστής προσγειωμένος, με επίγνωση του προσφυγικού χαρακτήρα του εβραϊσμού του και με ενοχές για την αγωνία της επιβίωσης που υπερισχύει των πάντων. Βιώνει τον πόλεμο και τα αδιανόητα καθέκαστα και βγαίνει ζωντανός από το Άουσβιτς. Ο ίδιος Βλάντεκ;

Αρτ Σπίγκελμαν : δεν είναι απλώς ο απόγονος ενός επιζήσαντα του Ολοκαυτώματος αλλά και ένας νευρωτικός αδιε-ξοδεμένος νεοϋορκέζος που πασχίζει να βρει τη δική του έξοδο κινδύνου /τον δικό του δρόμο μεταξύ ζωής και τέχνης. Κυνηγημένος και ο ίδιος από άλλα φαντάσματα του παρελθόντος του, όπως η αυτοκτονία της μητέρας του (που περιγράφεται σε ένα διαφορετικής τεχνοτροπίας εμβόλιμο τετρασέλιδο κόμικς με τίτλο Κρατούμενος στον πλανήτη Κόλαση), επιχειρεί το δύσκολο: την οριστική βαθιά «συνομιλία με τον πατέρα». Ο πρώτος θύμα της Ιστορίας, ο δεύτερος θύμα των συνεπειών της.

Πλοκή: Η συνομιλία τους είναι δύσκολη γιατί αφενός διακόπτεται από την πραγματική καθημερινότητα (συνεπώς εδώ έχουμε ιδιαίτερα έξυπνη διπλή αφήγηση του τότε και του τώρα), αφετέρου πρέπει και οι δύο να ξεπεράσουν πολλαπλά ψυχολογικά εμπόδια ώστε να φτάσουν στον πυρήνα της διήγησής τους. Ο γιος άλλωστε δεν μπορεί να μείνει απλός ακροατής – πρέπει ο ίδιος να εμπνεύσει τον πατέρα του να βάλει την ζωή του σε λέξεις.

Θέλγητρα: Κάπως (και) έτσι πρέπει να γράφεται η Ιστορία: βιογραφώντας τους καθημερινούς ανθρώπους και την αναπότρεπτη μεταστροφή των βίων τους υπό το βάρος της. Αυτή την «μικροϊστορία» των προσώπων που βιώνουν την απώλεια των πάντων δεν φοβήθηκε να γραφοζωγραφίσει ο Σπίγκελμαν, αγγίζοντας μάλιστα το ύστατο «θέμα – αγκάθι» – γι αυτό και το Maus έχει θεωρηθεί ως ένα από τα σημαντικότερα έργα στην ιστορία των κόμικς.

Είπαμε Ιστορία; Στην περίπτωση του Maus, το σύνηθες ερώτημα της ταξινόμησης είναι δυσκολότερο από ποτέ: πρόκειται για ιστορία, βιογραφία, αυτοβιογραφία, πρόζα ή κόμικς; Η επιτροπή που του έδωσε το Πούλιτζερ το 1992 πάντως είχε μπερδευτεί τόσο πολύ το ενέταξε σε ειδική κατηγορία! Ο Γιάννης Κουκουλάς σε μια ακόμα πλήρη εισαγωγή του απαντά καταφατικά σε όλα, προσθέτοντας και τα: αληθινό ντοκουμέντο, πολεμική ανταπόκριση, φιλοσοφικός στοχασμός, κοινωνικό δράμα, δημοσιογραφική έρευνα. Όποτε χρειαστεί επιχειρήματα και γι αυτά, εδώ είμαι.

Εργαστήρι: Ποτέ άλλοτε η τεχνική του ζωομορφισμού δεν ήταν τόσο κατάλληλη για την συγκεκριμένη περίσταση. Η ευφυής εικονογραφική αντιστοίχιση λαών και ζωικών μορφών (Εβραίοι – ποντίκια, Γερµανοί – γάτες, Πολωνοί – γουρούνια, Αµερικανοί – σκυλιά, Γάλλοι – βάτραχοι), εκτός από το προφανές παιχνίδισμα με στερεότυπα, δίνει ιδιαίτερα αλλόκοτο και κωμικοτραγικό χαρακτήρα στην ιστορία και δείχνει το μόνιμο κόμπλεξ της διαφορετικότητας. Ακόμη, φανταστείτε: μια τέτοια διπλή ιστορία δεν αρκείται σε συναρπαστικά κάδρα αλλάδιανθίζεται με χάρτες, αναφορές σε καίρια γεγονότα, φωτογραφίες, σχεδιαγράμματα και κατόψεις των χώρων της αγωνίας.

Συντεταγμένες: Art Spiegelman, MAUS: Α Survivor’s Tale: My Father Bleeds History. Στα ελληνικά: MAUS: H ιστορία κάποιου που επέζησε. Ι. Ο πατέρας μου αιμορραγεί ιστορία, μτφρ. Σάββας Μιχαήλ, 171 σελ., ΙΙ. Και εδώ αρχίζουν τα προβλήματά μου, μτφρ. Νατάσσα Χασιώτη, σελ. 138. Lettering σε αμφότερα Παυλίδα Καλλίδου, εκδόσεις Zoobus 2007 και 2008 αντίστοιχα.

Πρώτη δημοσίευση εδώ.